πολυτάρακτος

πολυτάρακτος
-ον, Α
1. ο πολύ ταραγμένος ή αυτός που ταράζεται πολύ
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πολυτάρακτον
με μεγάλη ταραχή και, κυρίως, με πολλές ή δυνατές φωνές («ἐξῆρχε τοῦ θρόνου ὁ πατὴρ πολυτάρακτον βοῶν», Αχ. Τάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -τάρακτος (< ταράσσω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυτάρακτον — πολυτάρακτος much disturbed masc/fem acc sg πολυτάρακτος much disturbed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”